βραχύκορμος

βραχύκορμος
ος , ον с коротким стволом (о дереве и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βραχύκορμος" в других словарях:

  • βραχύκορμος — η, ο αυτός που έχει κοντό, χαμηλό κορμό …   Dictionary of Greek

  • βραχύκορμος — η, ο αυτός που έχει κοντό κορμό, κοντόσωμος: Οι θάμνοι είναι συνήθως βραχύκορμοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»